πρύτανης

πρύτανης
ο / πρύτανις, -άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α
(στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους
νεοελλ.
1. αιρετός και με ορισμένη θητεία προϊστάμενος ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος
2. ο αρχαιότερος ξένος διπλωμάτης σε μια χώρα
αρχ.
1. (για θεούς και ανθρώπους) άρχων, κυβερνήτης («Κρόνιε πρύτανι Φρύγιε», Ευρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει σε κάτι («πλούτου και σοφίης πρύτανις» — ο Περίανδρος, Διογ. Λαέρ.)
3. τίτλος αρχιδικαστή σε διάφορες πόλεις τής Ελλάδας, όπως στη Ρόδο, στη Λυκία και στη Μίλητο
4. τίτλος αρχιερέα στη Μίλητο
5. ονομασία συλλόγου αρχόντων
6. πρόεδρος συμβουλίου
7. φρ. α) «πρυτάνεις τῶν ναυκράρων» — αξιωματούχοι ναύκραροι. β) «πρύτανις συμποσίων»
μτφ. ο Διόνυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. πρύτανις, όπως και άλλοι πολιτικοί όροι τής Ελληνικής (πρβλ. ἄναξ, βασιλεύς, τύραννος) είναι δάνεια πιθ. από κάποια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα τής περιοχής τής Μικράς Ασίας (πρβλ. το λυδικό ανθρωπωνύμιο *brundś < πατρωνυμικό brdunlis) η τής ανατολικής Μεσογείου (πρβλ. ετρουσκικό purθ, purθne, eprθni, puruθn, τίτλος υπαλλήλου). Την άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ. ενισχύει και η ποικιλία μορφών, που παρουσιάζει η λ. πρύτανις και τα παράγωγά της: πρβλ. αιολ. πρότανις, αττ. προτανεύω (τα οποία, όμως, μπορεί να προήλθαν από επίδραση τής πρόθεσης πρό), κρητ. βρυτανεῖον, φωκ. βρυτανεύω. Τέλος, η παλαιότερη άποψη κατά την οποία η λ. πρύτανις προέρχεται από την πρόθεση πρό (για την τροπή τού -ο- σε -υ-, πρβλ. διαπρύσιος*: διαπρό, πρυμνός*: πρό) δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρύτανης — ο 1. στην αρχαία Ελλάδα αιρετός άρχοντας της πόλης με καθήκοντα διάφορα για κάθε πόλη. 2. στην αρχαία Αθήνα, ο καθένας από τους 50 βουλευτές της κάθε φυλής που χρημάτιζε πρόεδρος της Βουλής για 35 μέρες. 3. σήμερα ο αιρετός προϊστάμενος της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπρύτανης — ο, Ν ο προηγούμενος πρύτανης, ο πρύτανης τού προηγούμενου ακαδημαϊκού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πρύτανης. Η λ., στον λόγιο τ. προπρύτανις, μαρτυρείται από το 1837 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Εμμανουήλ — (1886 – 1972). Χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στις φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βέρνης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια ως επιμελητής στο… …   Dictionary of Greek

  • Πάντειος Σχολή — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αθήνας, του οποίου ο πρώην πλήρης τίτλος ήταν Πάντειος Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Ιδρύθηκε σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του εθνικού ευεργέτη Αλεξάνδρου Πάντου, πολιτευτή από το Βόλο, ο οποίος άφησε όλη …   Dictionary of Greek

  • National and Kapodistrian University of Athens — Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Established May 3, 1837 …   Wikipedia

  • Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …   Wikipedia Español

  • Афинский университет — Национальный университет имени Каподистрии Оригинальное название греч …   Википедия

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”